- στραγγαλισμός
- ο1) см. στραγγαλισμό 1; 2) скручивание с помощью закрутки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στραγγαλισμός — στραγγαλισμός, ο και στραγγάλισμα, το 1. θανάτωση με περίσφιξη του λαιμού: Στην Ισπανία οι θανατικές εκτελέσεις γίνονταν με στραγγαλισμό. 2. παραποίηση και διαστροφή της αλήθειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στραγγαλισμός — ο, ΝΜΑ [στραγγαλίζω] η θανάτωση με περίσφιγξη τού λαιμού τού θύματος με τα χέρια, με σχοινί ή με άλλο τρόπο νεοελλ. 1. ιατρ. περίσφιγξη τού περιεχομένου ανατομικού πόρου 2. ναυτ. η σύσφιγξη σχοινιών με στραγγάλη 3. συγκράτηση χαλαρωμένης αλυσίδας … Dictionary of Greek
νεκροψία — Διαγνωστική έρευνα που γίνεται από ειδικευμένους γιατρούς σε νεκρό σώμα για να διαπιστωθούν τα αίτια του θανάτου, είτε για καθαρώς διαγνωστικούς σκοπούς είτε για ιατροδικαστικούς, όταν υπάρχει υπόνοια ότι ο θάνατος του ατόμου οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
στραγγάλισμα — το, Ν [στραγγαλίζω] στραγγαλισμός … Dictionary of Greek